- περιτρέπω
- ΝΜΑνεοελλ.μέσ. περιτρέπομαι(για πλοίο) ανατρέπομαι λόγω μετατόπισης τού κέντρου βάρους και η τρόπιδα, η καρίνα, έρχεται προς τα πάνωμσν.(για δέρμα) ζαρώνω, σχηματίζω ρυτίδεςμσν.-αρχ.1. ανατρέπω, αναποδογυρίζω2. διαστρέφω, διαστρεβλώνω3. εκμηδενίζω, ακυρώνω4. ανασκευάζωαρχ.1. στρέφω προς διαφορετική κατεύθυνση2. περιάγω, οδηγώ (α. «περιτρέπω εἰς μανίαν» β. «περιτρέπω εἰς χαράν»)3. αποστρέφω, απομακρύνω («δούλι' ἔργα καὶ δύην περιτρέπει», Σιμων.)4. συμπληρώνω τον κύκλο μου, ολοκληρώνω την περίοδό μου («περὶ δ' ἔτραπον ὧραι», Ομ. Οδ.)5. παθ. (κατά τον Ησύχ.) «περιτρέπεταιἰλιγγιᾷ».
Dictionary of Greek. 2013.